εξαγγελτικός

εξαγγελτικός
-ή, -ό (Α ἐξαγγελτικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή αρμόδιος να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, εξαγγελτήριος, ειδοποιητήριος
νεοελλ.
μουσ. «εξαγγελτικό μοτίβο» — το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα
αρχ.
1. αυτός που φέρνει αγγελία, είδηση, πληροφορία
2. (με γεν.) εκφραστικός («ὀνόματα τῶν θείων διακόσμων ἐξαγγελτικά», Πρόκλ.)
3. συνεκδ. φλύαρος, κουτσομπόλης («ἐξαγγελτικοὶ οἱ κακολόγοι», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐξαγγελτικός — conveying information masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαγγελτικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος ή που έχει την ιδιότητα να εξαγγέλλει, ειδοποιητικός. 2. (μουσ.), εξαγγελτικό μοτίβο, το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαγγελτικά — ἐξαγγελτικός conveying information neut nom/voc/acc pl ἐξαγγελτικά̱ , ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc/acc dual ἐξαγγελτικά̱ , ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικόν — ἐξαγγελτικός conveying information masc acc sg ἐξαγγελτικός conveying information neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικαί — ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικοί — ἐξαγγελτικός conveying information masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικοῦ — ἐξαγγελτικός conveying information masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικούς — ἐξαγγελτικός conveying information masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτική — ἐξαγγελτικός conveying information fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελτικήν — ἐξαγγελτικός conveying information fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”